καπτάν

καπτάν
ο
βλ. καπετάν.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καπετάν — και καπτάν, ο 1. τίτλος που μπαίνει πριν από ονόματα ναυτικών 2. τίτλος που έμπαινε πριν από ονόματα οπλαρχηγών 3. φρ. α) «καπετάν πασάς» ο καπουδάν* πασάς β) «είναι ο καπετάν ένας» είναι αυταρχικός ηγέτης γ) «καπετάν φασαρίας» άτομο που κάνει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”